Σύλλογος Κλινδαίων Νομού Ηλείας

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ"

Κατηγοριες

Ο ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ….. ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΠΑΛΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΙΑ…!

Ο ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ….. ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΠΑΛΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΙΑ…!
Απόσπασμα από το βιβλίο των ΗΛΙΑ ΠΑΝ. ΤΟΥΤΟΥΝΗ & ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ “O ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ O ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ - ΟΙ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΙ ΤΟΥ ΩΛΕΝΟΥ”
Ο Ασημάκης Μπαλάσκας καταγόταν από το χωριό Κλειντιά (Κλεινδιά) του σημερινού δήμου Ωλένης. Ο πατέρας του και ο παππούλης του εξασκούσανε το επάγγελμα του μυλωνά για πολλά χρόνια. Η μάνα του καταγόταν από το χωριό Αντρώνι και ήταν κόρη του Νιόνιου Σίνου, γόνος μιας μεγάλης οικογένειας που διέπρεπε στο Αντρώνι.
Οι Σιναίοι ήσαν πολυμαθείς τεχνίτες και είχαν αναλάβει να επισκευάζουν όλους τους μύλους της ευρύτερης περιοχής, για λογαριασμό των Λαλαίων Τούρκων. Η φήμη τους είχε εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη την Ηλεία, Αρκαδία και Αχαΐα. Πέραν από τις επισκευές των μύλων που είχαν αναλάβει από τους Τούρκους, κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν οτιδήποτε εργαλείο υπήρχε στην περιοχή, από όπλα μέχρι και ωρολόγια.
Στο Κλειντιά, πήγαιναν αρκετές φορές για να επισκευάσουν τον μύλο του Ζήσιμου 1* Μπαλάσκα και να χαρακώσουν 2*τα λιθάρια. Εκεί γνώρισαν τον Αντρίκο το μοναχοπαίδι του Ζήσιμου, και του έκαναν προξενιό την αδερφή τους την Φροσύνη. Ο Αντρίκος δέχθηκε και έπειτα από λίγο καιρό έγινε και ο γάμος. Ο Αντρίκος με την Φροσύνη, απόχτησαν τρία παιδιά, την Μαριγούλα, τον Ασημάκη, και τον Χαρίλαο.
Μια καλοκαιρινή ημέρα, όταν ο Χαρίλαος θα ήταν κάπου δέκα χρονών, ο Αντρίκος πήρε τον Χαρίλαο να κατεβάσουν τα γίδια στο λαγκάδι να πιούν νερό και να σταλίσουν για μεσημέρι. Μόλις επήγανε στο μύλο για φαγητό, ακούσανε ψηλά απανωτά αστραπόβροντα. Παράτησαν το φαγητό στην μέση και σηκώθηκαν βιαστικά, να πάνε να βγάλουν τα γίδια από το ρέμα, για να μην τα πάρει η κατεβασιά του ποταμιού. Δεν πρόλαβαν να φθάσουν στον στάλο και άκουσαν ένα βουητό μέσα στην λαγκαδιά. Κατάλαβαν ότι έρχεται κατεβασιά και τρέξανε να σώσουν τα γίδια που σταλίζανε αμέριμνα. Στην προσπάθεια να βγάλουν τα γίδια από το ρέμα, αυτά αφήνιασαν και σκορπίσανε προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο Χαρίλαος χωρίσθηκε από τον πατέρα του στην προσπάθειά του να γυρίσει πίσω μια κοπή που πέρασε στην απέναντι πλευρά του λαγκαδιού. Ο πατέρας του, φώναζε να φύγει από το λαγκάδι και να τα παρατήσει. Δεν άκουγε από την βουή της κατεβασιάς και προσπαθούσε να τα γυρίσει προς την όχθη που ήταν ο πατέρας του. Το νερό όμως είχε φουσκώσει αρκετά και μερικά γίδια, μετά από την πίεση του Χαρίλαου πέσανε μέσα στο ποτάμι και τα παρέσυρε το νερό. Ο Χαρίλαος βλέποντας να πνίγονται τα γίδια, βούτηξε μέσα στα ορμητικά και θολά νερά να τα γλιτώσει. Τα ορμητικά νερά του λαγκαδιού τον παρέσυραν αμέσως. Ο Αντρίκος βλέποντας το παιδί του να κινδυνεύει, όρμισε και αυτός μέσα στα νερό προσπαθώντας να το φθάσει και να το γλιτώσει.
Ήταν αδύνατον να δαμάσει τα ορμητικά νερά του ποταμιού, που μαζί του έσερνε ξύλα και τεράστιες πέτρες. Κάποιο από τα ξύλα τον χτύπησε και μη μπορώντας ν’ αντιδράσει αφέθηκε στις δυνάμεις της αγριεμένης φύσης. Ο Χαρίλαος και αυτός δεν είχε καλύτερη τύχη, πνίγηκε πιο κάτω παρασυρμένος από τα νερά.
Ένας τσοπάνης πιο πάνω είδε όλα όσα συνέβησαν, αλλά δεν μπορούσε να επέμβει και να βοηθήσει. Έφυγε τρέχοντας προς το Κλεινδιά για να ειδοποιήσει και να φέρει βοήθεια. Όλοι έτρεξαν από το χωριό με σχοινιά προς την κοίτη του λαγκαδιού, αλλά ήταν πλέον αργά, αφού δεν τους βρήκαν. Ύστερα από τρεις ημέρες, όταν έπεσε το νερό, εντόπισαν τον άτυχο πατέρα και γιό στις όχθες, επάνω στις στρόκλες του λαγκαδιού.
Ο Ασημάκης που ήταν τότε κάπου δεκάξι χρονών, κλήθηκε ν’ αναλάβει την οικογένεια που απόμεινε. Ύστερα από δυο χρόνια πάντρεψε στο Γούμερο την αδελφή του την Μαριγούλα, και έκτοτε έμεινε με την μάνα του στο μύλο, εξασκώντας το επάγγελμα του μυλωνά.
Μια χρονιά τον Σεπτέμβρη, είχε πάει στο πανηγύρι στο Βάλαγκα για ν’ αγοράσει ένα άλογο για τις ανάγκες του μύλου. Οι Τούρκοι περιόδευαν εκείνες τις ημέρες στους μύλους της περιοχής, γι’ αυτό πέρασαν και από τον μύλο του Ασημάκη. Εκεί βρήκαν την μάνα του να φουρνίζει ψωμί. Της ζήτησαν να τους φορτώσει στα μουλάρια τους όλο το αλεύρι που είχε στον μύλο, για να το πάρουν. Εξήγησε στους Τούρκους, ότι είναι από το δικό της αξάι βγαλμένο με κόπο και δεν μπορεί να τους το δώσει. Χωρίς δεύτερη κουβέντα την πλησιάζει ένας Τούρκος και την χτυπάει στο πρόσωπο, αλλά εκείνη δίχως να χάσει χρόνο αρπάζει ένα δαυλί από τον φούρνο και του το καρφώνει στο πρόσωπο πιέζοντάς το δυνατά. Σφαδάζοντας αυτός από τον πόνο έπεσε κάτω με τα χέρια στο πρόσωπο. Ταυτόχρονα μια ντουφεκιά έριχνε τη Φρόσω νεκρή στο έδαφος κρατώντας ακόμη το δαυλί στον Τούρκο που σπάραζε. Παρά την αναπάντεχη αντίδραση της Ρωμιάς, οι δυνάστες της έκοψαν το κεφάλι. Έβαλαν φωτιά στο οίκημα, αφού φόρτωσαν τ’ αλεύρια και ότι άλλο τους χρησίμευε και έφυγαν κατευθυνόμενοι προς το Λάλα.
Οι Κλεινδιώτες βλέποντας την φωτιά κάτω στον μύλο έτρεξαν όλοι να βοηθήσουν για να την σβήσουν. Όταν κατέβηκαν στο μύλο κατάλαβαν τι είχε συμβεί, αφού βρήκαν τον Τούρκο καψαλισμένο στο πρόσωπο και την Φρόσω ακέφαλη. Η φωτιά είχε κατακάψει ολοσχερώς το σπίτι και τις αποθήκες, εκτός του μύλου. 3* Έστειλαν ένα νεαρό να τρέξει στου Βάλαγκα για να ειδοποιήσει τον Ασημάκη, να επιστρέψει, χωρίς βέβαια να του πούνε όλη την αλήθεια.
Όταν έφθασε ο Ασημάκης, και είδε τι είχε συμβεί τα έχασε και ήθελε αμέσως να τρέξει και να προλάβει τους Λαλαίους. Οι συγγενείς του όμως τον πήραν κοντά τους στο χωριό για να τον ηρεμήσουν, πριν προβεί σε βεβιασμένα αντίποινα, που σίγουρα θα είχαν τραγική κατάληξη, ίδια με τη μοίρα της μάνα του.
Από το Βάλαγκα είχε αγοράσει ένα γυαλιστερό καρό άλογο, περίπου δύο χρονών. Κάθε ημέρα το καβαλούσε, ανέβαινε στο Μποτίνι και χανότανε στην αχανή Κάπελη. Πότε έκανε ιππασία στο δάσος, πότε αγνάντευε στο Λάλα, κανείς όμως δεν γνώριζε τις προθέσεις του. Μερικοί νόμιζαν ότι είχε χάσει τα λογικά του και περιφερόταν σαν χαμένος. Κάποια ημέρα κατέβηκε στο Γούμερο και κουβέντιασε με την αδελφή του την Μαριγούλα. Φεύγοντας από το χωριό, αγόρασε καμιά πεντακοσαριά οργιές τριχιά.
Όταν επέστρεψε στο χωριό του, πήγε στους συγγενείς και στον προεστό του χωριού και τους είπε ότι φεύγει για μακριά και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πίσω. Ο προεστός του χωριού του ζήτησε να μεριμνήσει για το θέμα του μύλου. Του απάντησε ότι δεν τον θέλει πλέον και ας πράξουν καθώς νομίζουν. Ο Ασημάκης τους χαιρέτησε, καβάλησε τ’ άλογό του και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο προεστός ειδοποίησε τον αγά στο Λάλα ότι ο Ασημάκης αποχώρησε και πρέπει να διευθετήσει τον μύλο. Έπειτα από λίγες ημέρες έστειλε ο αγάς ένα έμπιστό του, συνοδεία με τέσσερις καβαλαραίους για ασφάλεια. Οι Τούρκοι προχώρησαν στο Κλεινδιά και βρήκαν κάποιον από το Κλεινδιά για να δουλέψει το νερόμυλο. Κάθισαν με τους προεστούς που τους έστρωσαν τραπέζι, φάγανε, ήπιανε και αργά το απόγευμα μισοζαλισμένοι από το κρασί, καβάλησαν τα άλογά τους για να επιστρέψουν πίσω στο Λάλα.
Ο Ασημάκης, κρυμμένος στο Μποτίνι, που γνώριζε τις κινήσεις τους, περίμενε τον εντεταλμένο του αγά με την συνοδεία του να επιστρέψουν από το χωριό. Όταν τους είδε να πλησιάζουν προς το Μποτίνι, έβαλε σε ενέργεια ένα παράτολμο, πρωτοφανές σχέδιο που είχε σκαρφιστεί.
Είχε χαλουπώσει για τα καλά, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο δάσος. Ο Ασημάκης καβάλα στ’ άλογό του βγήκε μπροστά τους και άρχισε να τους βρίζει με ακατονόμαστες λέξεις, πυροβολώντας κατά επάνω τους. Ανυποψίαστοι οι Τούρκοι που είχαν έλθει λίγο πιο πριν στο τσακίρ κέφι, θεώρησαν μεγάλη προσβολή τη συμπεριφορά του άγνωστου καβαλάρη, σπιρούνισαν τα άλογά τους να τον κυνηγήσουν, αγνοώντας τους κίνδυνους που κρύβει το άγνωστο δάσος στο σκοτάδι. Ο Ασημάκης προχωρούσε με αργό ρυθμό, καλπάζοντας μέσα στο πυκνό δάσος. Οι Τούρκοι όσο πήγαιναν πλησίαζαν και τον πυροβολούσαν απανωτά. Όταν ήλθαν σε απόσταση βολής, ο Ασημάκης σπιρούνισε τον καρά του και έτρεχε σκυμμένος επάνω στην σέλλα του, για ν’ αποφύγει τα βόλια των διωκτών του. Κάποια στιγμή γυρίζει πίσω και βλέπει τους Τούρκους σε πολλή κοντινή απόσταση. Σταματάει επί τόπου και τους έκανε άσεμνες κινήσεις. Οι Τούρκοι σπιρούνισαν και με μίσος χτυπάνε με το βούρδουλα τα άλογα για να τον φτάσουν. Καθώς τον πλησίαζαν με μεγάλη ταχύτητα, βρέθηκαν απότομα και οι πέντε στο έδαφος. Ο Ασημάκης δίχως να χάσει χρόνο, πισωγυρίζει το άλογο και με το γιαταγάνι του, καθώς ήσαν και οι πέντε στο έδαφος κτυπημένοι, πριν προλάβουν ακόμη ν’ αντιδράσουν τους κατάσφαξε.
Ο Ασημάκης από την ίδια στιγμή που επέστρεψε στο μύλο και βρήκε τη μάνα του νεκρή και το σπίτι του καμένο, έβαλε στο μυαλό του, ένα πανούργο σχέδιο για να εκδικηθεί και καθημερινά εξασκείτο στην Κάπελη, ώστε να πετύχει να παγιδεύσει τους Τούρκους.
Είχε δέσει μια τριχιά τεντωμένη από δένδρο σε δένδρο στο ύψος ενός καβαλάρη σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Ο Ασημάκης που κάλπαζε σκυφτός το σούρουπο, πέρασε κάτω από την τριχιά. Ήθελε να παραπλανήσει τους διώκτες του, ότι θέλει να καλυφτεί από τα βόλια τους και να τους οδηγήσει προς το μέρος που είχε στήσει την παγίδα του. Οι Τούρκοι που τον είχαν από κοντά δεν πρόσεξαν την τριχιά και αλλού βρέθηκαν αυτοί και αλλού τ’ άρματά τους. Η αντίσταση της δεμένης τριχιάς τους έριξε ξαφνικά τραυματισμένους στο έδαφος, ενώ τα άλογα συνέχισαν τον ξέφρενο καλπασμό τους μέσα στο δάσος. Χωρίς κανένα δισταγμό και πριν προλάβουν να συνέλθουν τους κατάσφαξε ο ανδρείος νεαρός Κλεινδιώτης. 3*
Ο Ασημάκης έφερε κοντά του τα άλογα, που ήταν σταματημένα πιο κάτω και έβαλε μαζί με ένα γράμμα, τα κεφάλια των σκοτωμένων Τούρκων στα δισάκια των αλόγων και δίχως να βιάζεται, έδεσε το ένα άλογο πίσω από το άλλο και μέσα στο σκοτάδι τα κατέβασε στον Λαλαίϊκο κάμπο. Μόλις έπιασε την δημοσιά, τα χτύπησε και τα προώθησε προς το Λάλα, ενώ αυτός εξαφανίσθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Όταν τα άλογα φθάσανε στο Λάλα, έγινε μεγάλος αναβρασμός και θρήνος. Οι Τούρκοι λυσσάξανε από το κακό τους αφού η πρόκληση γι’ αυτούς ήταν απρόσμενη. Σε σύσκεψη που έγινε την άλλη ημέρα στο σαράγι, επικηρύξανε τον Ασημάκη με ένα μεγάλο ποσόν και αποφάσισαν να μην προβούν σε άλλα αντίποινα. Ο προνοητικός Ασημάκης, με το γράμμα που τους έστειλε, είχε αναλάβει όλη την ευθύνη της δολοφονίας των Τούρκων, ως αντίποινα για τον θάνατο της μητέρας του. Τους διαμήνυσε συνάμα, ότι θα επακολουθήσει και συνέχεια αν πειράξουν τους αθώους κατοίκους των γύρω χωριών.
Ο Ασημάκης είχε μελετήσει με επιμέλεια το σχέδιό του, χωρίς να αφήσει περιθώρια αποτυχίας, ώστε να μην διακινδυνεύσει να τον συλλάβουν και να τον σκοτώσουν.
Μετά από την επιτυχία αυτής της επιχείρησης, ο τόπος δεν τον χωρούσε άλλο. Αν έμενε, σίγουρα μια μέρα θα έπεφτε νεκρός από τα βόλια των Τούρκων ή κάποιων άλλων ημετέρων. Καβάλησε λοιπόν τον καρά του και κίνησε για τον Ωλενό, να βρει τον συγγενή του Γιάννη Γιαννιά που διαφέντευε σ’ ολόκληρο τον Ωλενό.
Την επόμενη ημέρα έφθασε στα λημέρια του Γιαννιά, χωρίς ν’ αναφέρει τίποτα περί του επεισοδίου και με συνοπτικές διαδικασίες, προσκολλήθηκε στον ταϊφά του. Μετά από μια εβδομάδα, και όταν ο Γιαννιάς πληροφορήθηκε το συμβάν του Ασημάκη, τον κάλεσε να του δώσει τις ανάλογες εξηγήσεις για το επεισόδιο που είχε με τους Τουρκαλβανούς του Λάλα. Ο Ασημάκης τού εξιστόρησε όλη την αλήθεια, πως δηλαδή κατάφερε να ρίξει στην παγίδα του τους Λαλαίους. Ο καπετάνιος τον συνεχάρη για την ανδρεία, αλλά και την μετριοφροσύνη του, καθόσον δεν ήθελε δάφνες και γόητρα, αφού δεν ανάφερε τίποτα σε κανένα όταν έφθασε στα λημέρια του.
Ο Γιαννιάς τον έχρισε δεύτερο στη σειρά πρωτοπαλίκαρό του και από εκείνη την ημέρα δεν αποχωρίσθηκαν ως το θάνατο του Ασημάκη. 4*
(- Τις πληροφορίες για την οικογένεια Μπαλάσκα μας τις είχε δώσει ο +Μανώλης Χαριλ. Μπαλάσκας, κάτοικος Αμαλιάδας, με καταγωγή από το Κλεινδιά Ωλένης, το Καλοκαίρι του 1984. (Ηλίας Τουτούνης).
- Επίσης πληροφορίες για το επεισόδιο, είχε αναφέρει και ο +Διονύσιος Δημητρόπουλος, 85 ετών, κάτοικος Αμαλιάδας, με καταγωγή από Καράτουλα Ωλένης, το Καλοκαίρι του 1993).
1* Ζήσιμος ή Ζήσης. Βάπτιζαν τα παιδιά τους με αυτό το όνομα, όταν τους είχαν πεθάνει τα προηγούμενα παιδιά τους. Με αυτό τ’ όνμα θεωρούσαν ότι θα ζήσει το επόμενο παιδί τους, για αυτό τον λόγο το ονόμαζαν Ζήσιμο.
2* Το χάραγμα θέλει τέχνη. «Ο καλός ο μυλωνάς στο χάραγμα φαίνεται». Χωρίς το χαράκωμα ή χάραγμα του μύλου, ο μύλος δεν τραβάει, ούτε καλό αλεύρι βγάζει, γιατί «ο αχάραγος μύλος ανάβει» και η υψηλή θερμοκρασία χωνεύει τον καρπό. Το βάθος των αυλακώσεων και η φορά τους, σχετίζονται με το είδος και τη θέση της πέτρας σε κάθε μυλόπετρα. Γι’ αυτό ποτέ ο μυλωνάς δεν χάραζε όλες τις πέτρες με το ίδιο μυλοκόπι. Βαθουλές γίνονται οι αυλακώσεις στο κέντρο, αβαθείς στην περιφέρεια. Για να χαρακωθούν οι μυλόπετρες, θα σηκωθεί το πανάρι και θα στηθεί κάθετα, λίγο γυρτά προς τα έξω. Δουλειά βαριά και επικίνδυνη διότι απαιτεί γεροδεμένο άνδρα. Διαφορετικά υπάρχει ο φόβος, να τον πλακώσει, όπως λέμε μια παροιμιώδη φράση: «Να πάει σαν τον κοκκινολαίμη στην πλακοπαγίδα». Για το λόγο τούτο σπάνια δούλεψαν γυναίκες σε νερόμυλους. Εξαιρεταία η κ. Τασία Σίνου, τελευταία μυλωνού του Αντρωνίου, που ανάθρεψε εννέα παιδιά, στου Κάνταλου και του Ρετσινά το μύλο, στο παλιοπόταμο περιοχή Αντρωνίου του δήμου Λασιώνος.
3* Τον μύλο δεν τον πείραξαν, διότι δεν ανήκε στην οικογένεια Μπαλάσκα. Ήταν ιδιοκτησία κάποιου Λαλαίου αγά, που διαφέντευε την συγκεκριμμένη περιοχή. Ο εκάστοτε μυλωνάς δούλευε τον μύλο, όπου έπαιρνε κανονικά το αξάι του. Είχαν συμφωνήσει ώστε ο αγάς να συντηρεί το μύλο και ο μυλωνάς να πληρώνει ενοίκιο. Ο αγάς είχε προσλάβει τους Σιναίους να επιδιορθώνουν όλους τους μύλους που είχε στην περιφέρειά του.
4*ΠΟΥΛΑΚΙ Μ’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ
Πουλάκι μ’ αλεξανδρινό πολύ κυνηγημένο,
αυτού που βούλεσαι να πας να ξεκαλοκαιριάσεις,
αυτού κλαρί, μωρέ Γιαννιά, μωρέ Γιαννιά,
μωρ’ Ασημάκ’ απ’ του Κλειντιά,
αυτού κλαρί δεν βρίσκεται, λιθάρι να πατήσεις.
Ο Ασημάκης Μπαλάσκας, που αναφέρεται στο παραπάνω τραγούδι, ήταν εξάδελφος της Γιαννούλας και ο Γιαννιάς τον είχε κοντά ως πρωτοπαλίκαρο του. Καταγόταν από το χωριό Κλεινδιά, που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Γιάρμενα Γούμερο, Αγιανάνα και Αντρώνι της Ηλείας. Ήταν γοργοπόδαρος σαν ελάφι και πηδούσε από κλαρί σε κλαρί σαν αίλουρος.
 
 
 
Διαβάστηκε 546 φορές
Περισσότερα της ίδιας κατηγορίας... « ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ ΣΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ

Χορηγοί

Παναγιωτόπουλοι
Αγγελόπουλος Παναγιώτης
Top
We use cookies to improve our website. By continuing to use this website, you are giving consent to cookies being used. More details…